- συχύζω
- Νβλ. συγχύζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συχύζω — βλ. συγχύζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγχύζω — και διαλ. τ. συχύζω Ν 1. συγχέω, μπερδεύω 2. ανακατεύω, ανακατώνω 3. αδυνατώ να διακρίνω ή να διευκρινίσω κάτι (α. «συγχύζει τα πρόσωπα και τα πράγματα» β. «συγχύζω τις έννοιες») 4. διαταράσσω, αναστατώνω 5. καθιστώ κάτι ασαφές, συσκοτίζω 6.… … Dictionary of Greek
συγχύζω — και συχύζω σύ(γ)χυσα, συ(γ)χύστηκα, συγχυσμένος 1. συσκοτίζω, μπερδεύω: Αντί να ξεδιαλύνει τα πράγματα τα συγχύζει περισσότερο. 2. ανακατώνω ψυχικά, εκνευρίζω: Πάλι με σύγχυσες σήμερα με τις ανοησίες σου. – Συγχύστηκε απ αυτά που του είπα κι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)